- φιλοποίμνιος
- φιλοποίμνιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοποίμνιος — ον, Α αυτός που αγαπά το ποίμνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)] … Dictionary of Greek